- κατασκέλλομαι
- κατασκέλλομαι (Α)1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.)2. είμαι σκληρός ή παγωμένος3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, -υῑα, -όςστρυφνός, αυστηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σκέλλομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.